εφοριακός
Смотреть что такое "εφοριακός" в других словарях:
εφοριακός — ή, ό βλ. εφορειακός … Dictionary of Greek
εφοριακός — ο, η υπάλληλος οικονομικής εφορίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εφορειακός — και εφοριακός, ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στην εφορ(ε)ία ή στον έφορο 2. το αρσ. ως ουσ. ο εφοριακός ο υπάλληλος τής εφορίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < εφορ(ε)ία. Η λ. εφορειακός μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Εφημερίς, ενώ η λ. εφοριακός από το… … Dictionary of Greek
τρακτευτής — oῦ, ὁ, Μ [τρακτεύω] 1. διοικητής επαρχίας, κλιματάρχης* 2. οικονομικός υπάλληλος, εφοριακός … Dictionary of Greek
Τανσίλο, Λουίτζι — (Tancillo, 1510 – 1568). Ιταλός ποιητής. Ακολούθησε τον Ισπανό αντιβασιλιά της Νάπολης στην εκστρατεία του εναντίον των Τούρκων, όπου διακρίθηκε για την ανδρεία του. Αργότερα διετέλεσε εφοριακός καθώς και δικαστικός υπάλληλος. Λογοτεχνική φήμη… … Dictionary of Greek